ασυνθηκολόγητος

ασυνθηκολόγητος
η , ο [ος , ον ] не капитулировавший

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ασυνθηκολόγητος" в других словарях:

  • ασυνθηκολόγητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε συνθηκολόγησε, δε λύγισε: Έμεινε ως το τέλος της ζωής του περήφανος κι ασυνθηκολόγητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασυνθηκολόγητος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει συνθηκολογήσει, που δεν έχει υπογράψει συνθήκη 2. αυτός που δεν συνθηκολογεί εύκολα, ο ανυποχώρητος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»